«Είμαστε σε αναμονή και σκεπτικοί ως προς το τι θα δώσει η περιοχή. Ο σεισμός ήταν ισχυρός και το φαινόμενο βρίσκεται σε πλήρη εξέλιξη» σχολίασε ο καθηγητής στο τμήμα Γεωλογίας στο ΑΠΘ κ. Κώστας Παπαζάχος μετά τον βραδινό σεισμό στη Νότια Εύβοια.
«Πρέπει να είναι πολύ επιφυλακτικοί οι κάτοικοι με τα παλιά κτίρια», προσέθεσε ο ίδιος. .
Οι σεισμογράφοι κατέγραψαν ένα 24ωρο έντονης σεισμικής δραστηριότητας στη νότια Εύβοια, με τους επιστήμονες να μην είναι σε θέση να προβλέψουν τη συνέχεια γιατί πρόκειται για ένα ρήγμα εντελώς άγνωστο χωρίς προϊστορία που ενεργοποιήθηκε ξαφνικά.
Η πρώτη δόνηση μεγέθους 4,8 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ έγινε στις 6.32 το πρωί της Τρίτης, ακολούθησαν δύο μικρότερης έντασης (4,1 και 4,2) μία ώρα αργότερα, ενώ στις 10.06 μ.μ. μία ακόμη πιο ισχυρή δόνηση μεγέθους 5 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ αναστάτωσε την ευρύτερη περιοχή.
Οι δονήσεις έγιναν ιδιαίτερα αισθητές σε όλους τους οικισμούς της Εύβοιας αλλά και στην Αθήνα λόγω του μικρού εστιακού βάθους. Δυο Δήμοι αποφάσισαν να κλείσουν τα Σχολεία, ενώ ευτυχώς δεν υπήρξαν ζημίες παρά μόνο συστάσεις για αποφυγή παλαιών κτηρίων.
Ο διευθυντής του Γεωδυναμικού Ινστιτούτου κ. Ακης Τσελέντης σε δημόσια ανάρτησή του σημείωσε και αυτός ότι «με τον νέο σεισμό, δύο δέκατα του Ρίχτερ μεγαλύτερο, αλλάζουν τα δεδομένα και πρέπει να περιμένουμε λίγο να δούμε την εξέλιξη. […] Ο τελευταίος σεισμός θα έχει τη δική του μετασεισμική ακολουθία».
Ο καθηγητής Δυναμικής Τεκτονικής και Εφαρμοσμένης Γεωλογίας Ευθύμιος Λέκκας μιλώντας στον ΣΚΑΪ ανέφερε ότι «ο τελευταίος σεισμός έχει έντονη κατευθυντικότητα προς την Αττική», άρα έτσι δικαιολογείται η έντονη αίσθηση της σεισμικής δόνησης στην περιοχή της πρωτεύουσας.
Η ευρύτερη περιοχή της νότιας Εύβοιας, ωστόσο, εθεωρείτο από τους ειδικούς μια σχετικά ασφαλής περιοχή από πλευράς σεισμικότητας. «Η περιοχή της νότιας Εύβοιας και του νότιου Ευβοϊκού έχει χαρτογραφηθεί ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80», εξηγεί ο Δημήτρης Παπανικολάου, ομότιμος καθηγητής Τεκτονικής Γεωλογίας και Γεωδυναμικής στο τμήμα Γεωλογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών.
«Σε αυτή τη ζώνη υπάρχουν ρήγματα των οποίων οι διαστάσεις αντιστοιχούν σε σεισμούς έως 5-5,5 Ρίχτερ. Ο μεγαλύτερος σεισμός στην ευρύτερη περιοχή έγινε το 1932, ήταν 6 Ρίχτερ κοντά στον Ωρωπό, στις βόρειες ακτές της Αττικής. Από την Κάρυστο έως τα Στύρα τα ρήγματα είναι μετρίου μήκους, συνήθως 5-10 χλμ. και δίνουν σεισμούς έως 4-5 Ρίχτερ. Η αιτία είναι γεωλογική: τα πετρώματα της περιοχής είναι “μεταμορφωμένα”, δημιουργήθηκαν δηλαδή σε μεγάλα βάθη από 30 έως 50 χλμ. και στη συνέχεια επανήλθαν σταδιακά στην επιφάνεια ως συμπαγείς μάζες, με πολύ περιορισμένες ρηγματώσεις».
Αντίθετα, η ευρύτερη περιοχή της βόρειας Εύβοιας είναι ιδιαίτερα σεισμογενής. «Σε αντίθεση με τα συμπαγή πετρώματα της νότιας Εύβοιας, στη βόρεια τα εδάφη έχουν πιο χαλαρή δομή. Υπάρχουν λοιπόν μεγάλα ρήγματα που μπορούν να δώσουν σεισμούς έως και 7 Ρίχτερ, όπως της Αταλάντης, του Αγίου Κωνσταντίνου, της Αιδηψού. Τα δύο συστήματα ωστόσο, το βόρειο και το νότιο, είναι ανεξάρτητα».